- Παραποτάμιον
- Παραποτάμιοςbesidemasc acc sgΠαραποτάμιοςbesideneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραποτάμιον — παραποτάμιος beside masc acc sg παραποτάμιος beside neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραποτάμιος — α, ο / παραποτάμιος, ία, ον, θηλ. και ος, ΝΑ αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά στις όχθες ποταμού («ζῷον παραποτάμιον, οὐ ποτάμιον», Αριστοτ.) αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παραποτάμια φυτά που αναπτύσσονται κοντά στις όχθες ποταμών 2.… … Dictionary of Greek